Dictionary of Greek. 2013.
ὑγιότητα — ὑγιότης soundness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγιότητος — ὑγιότης soundness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)